φανεροβιοτικός

φανεροβιοτικός
-ή, -ό, Ν
όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα καταφανή, τα έκδηλα φαινόμενα τής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + βιοτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”